- ἐπικήρυγμα
- ἐπικήρ-υγμα, ατος, τό,A proclamation, Inscr.Prien.109.162 (pl., ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επικήρυγμα — ἐπικήρυγμα, τὸ (AM) το αντικείμενο τού ρ. επικηρύσσω, η προκήρυξη … Dictionary of Greek